- παίχνιον
- παίχνιον, τό, [dialect] Ion. for παίγνιον, Call.Iamb.Fr.9.390 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παίχνιον — παίχνιον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. παίγνιον … Dictionary of Greek
παίχνια — παίχνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… … Dictionary of Greek